Τα φώτα είναι σβηστά και μόνο ένα αντικαπνικό κερί δίνει λίγο αρωματικό φως. Πριν λίγο βγήκα να ποτίσω τις γλάστρες στο μπαλκόνι και στο τέλος ποτίστηκα κι εγώ σε μια κίνηση απόγνωσης. Το φεγγάρι ξεπρόβαλλε απ τον Χορτιάτη και έδωσε μια ψευδαίσθηση δροσιάς με το αλουμινένιο φως του. Γέμισα ένα τεράστιο ποτήρι με παγάκια και νερό και ξαναχώθηκα στη σπηλιά μου. Κανείς δε μου τράβηξε τη προσοχή στο τσατ και αφιερώθηκα στα γραπτά μου.
Παραδόξως, η έλλειψη επιλογών μου δωσε μια διαύγεια και τα δάχτυλα μου κτυπούσαν τα πλήκτρα με απίστευτη ταχύτητα. Δεν ήταν αργά, αλλά δεν περίμενα τηλέφωνο από κανέναν και γι αυτό τινάχτηκα μόλις άκουσα το κουδούνισμα.
Ήταν η Έλενα. . . Το γαργαριστό γέλιο και η κοριτσίστικη φωνή της μου έφτιαξαν αμέσως τη διάθεση. Πάντα γελούσε όταν τις έλεγα τις ταλαιπωρίες μου. «Είμαι στο σπίτι μου στη Χαλκιδική» είπε, «κάθομαι στη βεράντα, απέναντι έχει βγει η πανσέληνος, πίνω το ποτό μου και σε σκέφτηκα. . . »
«Πως με σκέφτηκες», ρώτησα με λίγο πονηρό τόνο στη φωνή μου «Μην αρχίζεις πάλι» μου απάντησε, αλλά χωρίς αυστηρό τόνο στη φωνή της. «θέλεις να κάνεις μια βόλτα εδώ»; Με ρώτησε.
Θα έκανα οτιδήποτε για να ξεφύγω απ το καμίνι της πόλης πόσο μάλλον να βρεθώ για λίγες ώρες με τη Έλενα. Μου δωσε οδηγίες, έκανα ένα γρήγορο ντους για να φύγει ο ιδρώτας από πάνω μου, έβαλα ένα μαγιώ / σορτσάκι και ένα t-shirt, πέταξα μια πετσέτα, τα τσιγάρα και το κινητό μου σ ένα σάκο και κατέβηκα στο αυτοκίνητο. Οι λαμαρίνες έκαιγαν ακόμη. Άνοιξα όλα τα παράθυρα και τον κλιματισμό, και βγήκα στο δρόμο της Χαλκιδικής με ταχύτητα πολύ πάνω απ το όριο. Δεν είχε καθόλου κίνηση και σε πολύ λίγη ώρα, έστριβα στο χωματ... Les hele novellen