Εγώ στο σπίτι μόνος και κτυπά η πόρτα και είναι η κουνιάδα μου η Βάσω. Ανοίγω λοιπόν και να σου η Βάσω απογραφέας με την τσαντούλα της και μια σακούλα. Και με την σκέψη μόνο ότι δεν είναι σπίτι η Μάγδα έχω τρελαθεί. Καφέδες μπλα μπλα μιλάμε περί ανέμων και υδάτων… για την απογραφή, τίποτα. Μου λέει η Βάσω ότι με άφησε τελευταίο για να ξεκουραστεί κιόλας.
Με σωβρακάκι εγώ και από πάνω ένα μπλουζάκι. Η Βάσω με μια μίνι φουστίτσα άσπρη και ένα μπλουζάκι χωρίς σουτιέν και οι ρώγες όρθιες. Έτσι που κάθισε απέναντί μου σε κάθε αλλαγή του ποδιού (σταυροπόδι), φαινόταν το άσπρο κυλοττάκι της. Κάτσε, λέω από μέσα μου, να κάνω ότι είμαι άνετος και δεν δίνω σημασία. Όπως ήμουν καθισμένος, ανοίγω τα πόδια και αφήνω επίτηδες να φανεί κάτι από το σωβρακάκι μου, έτσι ώστε να δω την αντίδρασή της. Τότε ξεκίνησε την απογραφή και άρχισε να ρωτάει κι εγώ να απαντώ. Και ενώ είχε πάρει μία ροή το πράγμα, βλέπω με την άκρη του ματιού μου να παίρνει μάτι ανάμεσα στα πόδια μου.
Εγώ μιλώντας, όλο και τα άνοιγα. Την βλέπω και αλλάζει χρώμα αλλά το μάτι… εκεί κολλημένο, ανάμεσα στα μπούτια μου. Κάθομαι σταυροπόδι και αφήνω όλο το σύστημα να έχει βγει από έξω, τάχα μόνο του. Κτυπάει το κινητό της και αποφορτίζεται η κατάσταση. Ακούω ότι μιλάει με την υπεύθυνή της απογραφής και της λέει ότι τις καταστάσεις μπορεί να τις πάει και αύριο το πρωί στην στατιστική, στα κεντρικά. Όση ώρα μιλούσε εγώ τάχα άνετος μια σταυροπόδι και μια άνοιγα τα πόδια μου. Κλείνει το τηλέφωνο και συνεχίζει τις ερωτήσεις.
- Περίμενε, μου λέει, μια στιγμή να πάω στο μπάνιο και συνεχίζουμε.
- Καφέ θέλεις; Την ρωτάω. Μόνο γαλλικό πί... Les hele novellen