Είχε πολλή ζέστη και είχα βγάλει τη φανέλα μου κι εγώ. Γυαλίζαμε ένα παλιάμαξο που το είχαμε κάνει τζιτζί. Ο Στέλιος με κοιτάει και μου λέει: «Θα σε γράψω κικ μπόξινγκ ρε μαλάκα! Θα σε κάνω και γαμώ τα καβλάκια!». Ο τύπος γενικά με έλεγε καβλάκι, καβλοράπανο (δεν είμαι και το πρώτο μπόι), πούστη (για πλάκα), αλλά μόνο όταν ήμασταν οι δυο μας. Μπροστά σε κόσμο με έλεγε «ρε μαλάκα». Δε φαίνομαι καθόλου για πούστης, μεγάλωσα σε φτωχογειτονιά και το πουστριλίκι ήτανε ντροπή. Αλλά στάνταρ ο τύπος είχε προσέξει πολλές φορές ότι τον κοίταγα στα βυζιά και στη βερμούδα του.
Πήραμε τη μηχανή του και πήγαμε δυο στενά πιο πέρα, σ’ ένα φίλο του που είχε σχολή κικ μπόξινγκ. Ανεβήκαμε στον πάνω όροφο. Ένας απλωτός χώρος με μεγάλα παράθυρα και κλειστά στόρια. Ντάλα μεσημέρι, ο ήλιος έμπαινε μια χαρά, δεν ήταν αναμμένα τα φώτα. Η μοκέτα μύριζε ιδρώτα, δεν είχε μάθημα εκείνη τη στιγμή, αλλά ο ιδρώτας φαίνεται είχε ποτίσει παντού. Μπήκαμε σε ένα μικρό γραφείο, όπου ήταν ο Αργύρης, ένας 40ρης τύπος, λίγο χοντρός αλλά γεροδεμένος. Η σχολή ήταν δική του. Ο Αργύρης με κοίταζε από πάνω μέχρι κ... Les hele novellen